στοιχειωτικός

στοιχειωτικός
-ή, -όν, ΜΑ [στοιχειωτής]
στοιχειώδης («στοιχειωτικὴ παίδων διδασκαλία», Κλήμ. Αλ.)
μσν.
μαγικός («στοιχειωτικοὶ λόγοι» — μαγικοί επωδοί, Σκυλίτζ. Ιω.)
αρχ.
αυτός που ανήκει σε στοίχο, σε ορισμένη σειρά ή τάξη («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχειωτικὸς λόγος», Παύλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στοιχειωτικά — στοιχειωτικός elementary neut nom/voc/acc pl στοιχειωτικά̱ , στοιχειωτικός elementary fem nom/voc/acc dual στοιχειωτικά̱ , στοιχειωτικός elementary fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχειωτικῶν — στοιχειωτικός elementary fem gen pl στοιχειωτικός elementary masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχειωτικόν — στοιχειωτικός elementary masc acc sg στοιχειωτικός elementary neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχειωτικούς — στοιχειωτικός elementary masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχειωτική — στοιχειωτικός elementary fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχειωτικήν — στοιχειωτικός elementary fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχειωτικῷ — στοιχειωτικός elementary masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιχικός — ή, όν, Α [στοῑχος] 1. αυτός που ανήκει σε στοίχο ή στοίχους, αυτός που υπάγεται σε ορισμένη τάξη ή σειρά, στοιχειωτικός* («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχικὸς λόγος», Κατ.) 2. ο κατά σειράν, διαδοχικός …   Dictionary of Greek

  • ՏԱՐՐԱՑՈՂԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0859 Chronological Sequence: 8c ա. στοιχειωτικός . Տարրացուցիչ. որ տայ տարրանալ. *Ամենայնի է միակն տարրացողական. Դիոն. ածայ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”